Το ηλεκτρονικό βιβλίο σώζει τη βιβλιοθήκη μας από σεισμούς και τσουνάμι
Σίγουρα όχι η πρώτη σκέψη μας όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν καταστροφικό σεισμό ή ένα τσουνάμι, πόσο μάλλον αν συνοδεύονται και με πυρηνικό δυστύχημα. Το σημαντικότερο είναι οι ανθρώπινες ζωές και το σπίτι που μένουμε, αυτές είναι οι πραγματικά μεγάλες απώλειες. Για όσους όμως διατηρούν όμως μια σχετικά μεγάλη βιβλιοθήκη η απώλεια των βιβλίων τους είναι συγκριτικά δευτερεύουσα, αλλά σημαντική, ενώ γίνεται ακόμα σημαντικότερη όταν μιλάμε για αρχεία και δημόσιες βιβλιοθήκες. Η ψηφιοποίηση και τα ηλεκτρονικά βιβλία μπορούν να σώσουν τα βιβλία μας σε τέτοιες περιπτώσεις ή σε κάπως μικρότερης εμβέλειας καταστροφές όπως μια πλημμύρα ή μια φωτιά.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα βιβλία μας είναι μια λεπτομέρεια όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα σεισμό. Η “λεπτομέρεια” αυτή πάντως μου πέρασε αρκετές φορές από το μυαλό στο μεγάλο σεισμό στην Αθήνα το 1999 – και πιθανόν έχει περάσει από το μυάλο άλλων βιβλιόφιλων ή ανθρώπων που τα βιβλία είναι μέρος της δουλειάς τους. Το ζήτημα δεν είναι αποκλειστικά οικονομικό. Μια μεγάλη βιβλιοθήκη μπορεί να κοστίζει αρκετές χιλιάδες ευρώ, αλλά, ακόμα και αν μπορούσε να διαθέσει κανείς και πάλι τα χρήματα, πολλά από τα βιβλία που είχε δε θα ήταν πια διαθέσιμα για αγορά ή, ακόμη και αν ήταν, θα απαιτούνταν πολύς χρόνος για να εντοπιστούν και να αγοραστούν και πάλι στο σύνολό τους.
Στην περίπτωση των δημόσιων αρχείων και βιβλιοθηκών τα πράγματα είναι χειρότερα. Από τη μια, αρκετά από τα έγγραφα και τα βιβλία που φυλάσσονται εκεί είναι μοναδικά, ιστορικά τεκμήρια που μπορεί να μην υπάρχουν πουθενά αλλού ή να είναι ένα από τα λίγα σωζόμενα αντίτυπα. Από την άλλη, ακόμα και για τα βιβλία που θα μπορούσαν να αγοραστούν και πάλι, μια βιβλιοθήκη έχει ασύγκριτα περισσότερους τόμους από τις λίγες εκατοντάδες ή, σε σπανιότερες περιπτώσεις, χιλιάδες βιβλία που έχει μια ατομική ή οικογενειακή βιβλιοθήκη.
Ο μόνος τρόπος να διασφαλίσει τη βιβλιοθήκη του κανείς από φυσικές καταστροφές (ή από φυσικές καταστροφές που επιτείνονται από ανθρώπινα λάθη) είναι τα έχει ψηφιοποιημένα, να τα έχει (αποκλειστικά ή συμπληρωματικά) σε μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου. Τα ψηφιακά αρχεία μπορούν να αποθηκευτούν όχι μόνο τοπικά, στον ηλεκτρονικό μας υπολογιστή ή τον ηλεκτρονικό αναγνώστη ή σε αποθηκευτικά μέσα όπως ένας εξωτερικός σκληρός, συσκευές που θα μπορούσαν να χαθούν και αυτές σε μια καταστροφή, αλλά και στο “σύννεφο”, δηλαδή στο internet. Καθώς το internet λειτουργεί αποκεντρωμένα, είναι πολύ πιο σταθερό και ασφαλές από οποιονδήποτε άλλο τρόπο φύλαξης βιβλίων. Η αποθήκευση στο “σύννεφο” έχει βεβαίως νόημα όχι μόνο για φυσικές καταστροφές, αλλά και για τις περιπτώσεις απώλειας ή κλοπής της συσκευής μας.
Για ηλεκτρονικά βιβλία που έχουν αγοραστεί από online η βιβλιοπωλεία η αποθήκευση στο “σύννεφο” είναι αυτόματη. Κάθε ebook που αγοράζουμε μπορούμε να το κατεβάσουμε και πάλι από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο (αν και βιβλιοπωλεία όπως το Amazon, και όχι μόνο, θέτουν περιορισμούς στο πόσες φορές μπορεί να γίνει αυτό).
Επόμενως, back up, back up και πάλι back up. Back up του χαρτιού σε ψηφιακά αρχεία και back up των ψηφιακών αρχείων στο internet, για να έχουν οι απανταχού βιβλιόφιλοι να ανησυχούν όχι για τη βιβλιοθήκη τους, αλλά “μόνο” για αν τους πέσει ο (τσιμεντένιος) ουρανός στο κεφάλι…
Aυτό μου θυμίζει μια πρόσφατη κουβέντα που είχα με τον τεχνικό διευθυντή μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, περί ψηφιοποίησης και μακροπρόθεσμης αποθήκευσης υλικού.
Πώς μπορούμε να αποθηκεύσουμε υλικό, όχι απλώς για προσωπική χρήση αλλά επειδή αποτελεί πολιτισμική κληρονομιά για τις επόμενες γενιές (πχ. μια ολόκληρη βιβλιοθήκη ή ταινιοθήκη).
Ποιός μας διαβεβαιώνει ότι το μέσο αποθήκευσης έχει ικανό χρόνο ζωής; Ποιός εγγυάται ότι ένας σκληρός δίσκος ή ένα DVD θα δουλεύει άψογα ακόμα και μετά από 5, 10,50 ή 200 χρόνια;
Με ποιόν τρόπο θα διαβάσουμε τότε το format αποθήκευσης; Αν θέλουμε πχ. να περισώσουμε τη δισκοθήκη μας, ενδεχομένως να μετατρέψουμε τα τραγούδια σε mp3, ogg ή wav. Πώς όμως ξέρουμε ότι αυτοί οι τύποι αρχείων θα χρησιμοποιούνται μετά από πενήντα χρόνια;
Μήπως θα καταντήσουμε σαν τους μηχανικούς του ’70 που έσωναν τη δουλειά τους σε μπομπίνες που σήμερα είναι πολύ δύσκολο να διαβαστούν (αφού υπάρχει ελάχιστα τέτοια readers). Μήπως θα πρέπει κάθε λίγα χρόνια να επανεγγράφουμε όλο το αποθηκευμένο υλικό στο format που είναι “της μόδας”;
Υπάρχουν κι άλλα πολλά παρόμοια ερωτήματα και δεν νομίζω να έχει βρεθεί τελική λύση. Απ’ όσο έχω καταλάβει το trend φαίνεται να προσανατολίζεται προς το… φιλμ (για την ακρίβεια το μικροφίλμ). Εταιρίες σαν την Kodak έχουν πάψει εδώ και καιρό να “ζουν” από τις φωτογραφικές μηχανές και έχουν ρίξει όλα τα resources τους στη ανάπτυξη όλων και καλύτερων φιλμ. Τρανό παράδειγμα η σειρά Silver LE-500 με εγγυημένο χρόνο ζωής τα 500-550 έτη.
Νομίζω ότι το θέμα είναι πως και στα ψηφιακά αρχεία δε φτάνει να τα δημιουργήσεις μια φορά και να τα παρατήσεις. Θέλουν ανανέωση, δουλειά και μετατροπές όποτε χρειαστεί. Αν το φτιάξεις τώρα και ασχοληθείς μετά 30 χρόνια πάλι, προφανώς τα πάντα θα είναι ξεπερασμένα