Οι τιμές των τυπωμένων και των ηλεκτρονικών βιβλίων στην Ελλάδα – με αφορμή μια συζήτηση στο Twitter

Τη Δευτέρα η συζήτηση άναψε στο ελληνόφωνο Twitter για τις τιμές των τυπωμένων και των ηλεκτρονικών βιβλίων στην Ελλάδα. Την εντόπισα όταν είχε πια τελειώσει και έτσι δεν είχα καμία συμμετοχή. Οπότε όσα γράφω είναι εκ των υστέρων, χωρίς την ταχύτητα του Twitter και έχοντας διαβάσει τι έχουν οι υπόλοιποι.

Τη συζήτηση, που κάποια στιγμή απέκτησε και το hashtag #bookprice, συνοψίζει η Σοφία Γκιούσου, που ξεκίνησε και τη συζήτηση και υποστήριζε ότι τα βιβλία στην Ελλάδα, ηλεκτρονικά ή τυπωμένα, είναι ακριβά. Μετά τη συζήτηση έγραψε αναλυτικά τη θέση της η espoir, που υποστήριζε ότι η τιμή των βιβλίων στην Ελλάδα είναι δικαιολογημένη.

Η συζήτηση για την τιμή του τυπωμένου βιβλίου στην Ελλάδα είναι κλασική, αλλά σπάνια κανείς τεκμηριώνει τη μία ή την άλλη άποψη. Το τυπωμένο βιβλίο στην Ελλάδα είναι σαφώς πιο ακριβό από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ή τις ΗΠΑ, το θέμα μας είναι αν είναι δικαιολογημένη η διαφορά. Π.χ. η συνήθης τιμή ενός βιβλίου λογοτεχνίας στην Ελλάδα, ακόμα και αν είναι γραμμένο αρχικά στα ελληνικά, δεν υπάρχει δηλαδή το κόστος της μετάφρασης, είναι γύρω στα €20 (με την έκπτωση πηγαίνει γύρω στα €18). Η εμπειρία μας από αγορές από το εξωτερικό μάς δείχνει ότι άνετα θα βρούμε τα περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία σε paperback στη μισή τιμή, αλλά και το hardback είναι στα €13-14. Και αυτό αφορά όχι τη μία ή την άλλη χώρα, αλλά σίγουρα αρκετές χώρες με πολύ διαφορετικά δημογραφικά και γλωσσικά δεδομένα (π.χ. τόσο τις ΗΠΑ όσο και τη Σουηδία). Μάλιστα τα βιβλία αυτά είναι αναλογικά φτηνότερα αν συνυπολογίσουμε ότι τα εισοδήματα σε αυτές τις χώρες είναι κατά μέσο όρο υψηλότερα από τα ελληνικά.

Συχνά λέγεται ότι στην Ελλάδα διαβάζουμε λίγο, λιγότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.  Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια ή υπερβολή, αλλά σίγουρα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που καθορίζει την τιμή ενός βιβλίου. Γιατί π.χ. σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ο μεταφραστής, ο διορθωτής, ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου έχουν σχεδόν διπλάσια αμοιβή από τον Έλληνα συνάδελφό τους. Για να μην πάμε και σε άλλα ζητήματα, όπως ότι στην Ελλάδα όποιος θέλει να διαβάσει ένα βιβλίο στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων το αγοράζει, ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες συχνά το δανείζεται από κάποια βιβλιοθήκη.

Εκείνο πάντως που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι το να θεωρεί κανείς ότι το βιβλίο στην Ελλάδα είναι ακριβό ή όχι δεν έχει να κάνει με το αν είναι ή όχι και τόσο βιβλιόφιλος, αν είναι ή όχι και τόσο αφοσιωμένος αναγνώστης. Αυτό υπαινίσσεται η espoir και είναι ένα σημείο στο οποίο διαφωνούμε. Ναι, με ενδιαφέρει να αμείβονται ικανοποιητικά ο συγγραφέας, ο μεταφραστής, ο επιμελητής, ο γραφίστας, ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου. Αλλά αυτό πώς μας εξηγεί ποια τιμή είναι λογική; Με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βιβλίο θα έπρεπε να κοστίζει €25 ή €30 ή €35; Και το πόσο πληρώνεται τελικά ο συγγραφέας, ο μεταφραστής, ο επιμελητής, ο γραφίστας, ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου έχει σχέση με το ύψος της τιμής του βιβλίου ή με το πώς μοιράζονται τα χρήματα από αυτήν την τιμή;

Οι τιμές στο ηλεκτρονικό βιβλίο
Το ηλεκτρονικό βιβλίο και η τιμή του έχουν τις ιδιατερότητές τους. Κατ’ αρχήν, οι τιμές για το ηλεκτρονικό βιβλίο στις ΗΠΑ, που είναι η μεγαλύτερη αγορά του είδους στον κόσμο, δεν είναι αυτές που θα περιμέναμε. Το ηλεκτρονικό βιβλίο κοστίζει συνήθως παραπάνω (ναι, παραπάνω!) από το paperback, που θεωρείται ήδη ένα φτηνό βιβλίο. “Το κορίτσι με το τατουάζ” του Στιγκ Λάρσον π.χ. κοστίζει στο Amazon σε e-book $8.3 και σε paperback $5.5.

Το κόστος παραγωγής ενός ηλεκτρονικού βιβλίου είναι σαφώς μικρότερο. Δεν υπάρχει χαρτί και δεν υπάρχει τυπογραφείο, δεν υπάρχει αποθήκευση, δεν υπάρχει διανομή. Αλλά και το βιβλιοπωλείο που πουλάει ένα ηλεκτρονικό βιβλίο χρειάζεται να στηθεί ως site και έχει κάποια έξοδα για να συντηρηθεί και χρειάζεται κάποιον να το διαχειρίζεται, αλλά δύσκολα αυτά θα μπορούσαν να συγκριθούν με το κόστος του να έχει κανείς ένα τούβλινο βιβλιοπωλείο, με το ενοίκιο και τους υπαλλήλους του.

Η αμοιβή του συγγραφέα, του επιμελητή και του γραφίστα μοιράζεται ανάμεσα στην έντυπη και την ηλεκτρονική έκδοση. Το μόνο πραγματικά νέο έξοδο που έχει το e-book είναι ότι πρέπει να στηθεί από την αρχή, δεν υπάρχει αυτόματος τρόπος το σελιδοποιημένο βιβλίο ή το βιβλίο σε Word όπως το έχει παραδώσει ο συγγραφέας να μετατραπεί σε e-book σε ePUB. Στην πράξη, όμως, αυτό το έξοδο δεν υπάρχει για τα e-books στην Ελλάδα: οι περισσότεροι εκδότες πουλάνε ως e-book το αρχείο PDF που είχαν ετοιμάσει όταν το βιβλίο πήγαινε για εκτύπωση, δεν έχουν δηλαδή κόστος για να στήσουν το e-book. Για τα e-books σε ePUB αυτό είναι ένα πραγματικό κόστος, που όντως το έχει πληρώσει ο εκδότης.

Υπάρχει βεβαίως το θέμα του ΦΠΑ, που για το ηλεκτρονικό βιβλίο είναι 23%, ενώ για το τυπωμένο είναι 5.5%. Η διαφορά είναι πράγματι μεγάλη – και είναι λάθος βέβαια που ο ΦΠΑ είναι υψηλότερος από τα τυπωμένα βιβλια. Και πολλοί παραπέμπουν στο ΦΠΑ για να εξηγήσουν την τιμή του ηλεκτρονικού βιβλίου. Θα μπορούσα να ακούσω πιο προσεκτικά αυτό το επιχείρημα αν λίγο καιρό πριν, όταν το ηλεκτρονικό βιβλίο μόλις και αχνοφαινόταν στον ορίζοντα, αρκετοί εκδότες δεν ισχυρίζονταν ότι για τις τιμές φταίει το κόστος του χαρτιού και μάλιστα φταίει το ότι ενώ το βιβλίο έχει χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ το ίδιο το χαρτί που χρησιμοποείται για το βιβλίο έχει υψηλό συντελεστή ΦΠΑ (τότε 19%) – η μεταφορά του επιχειρήματος είναι ακριβής και αυτά δεν τα έχει πει μόνο ένας.

Έτσι, ανεξάρτητα από το ποια θα έπρεπε να είναι ακριβώς η τιμή του τυπωμένου βιβλίου, το ηλεκτρονικό βιβλίο έχει μια καλή τιμή αν είναι μεταξύ 40% και 50% χαμηλότερη σε σχέση με το τυπωμένο βιβλίο (τιμή καταλόγου, όχι τελική τιμή στο βιβλιοπωλείο). Αυτά είναι το δικό μου κριτήριο για να κρίνω τις τιμές των ηλεκτρονικών βιβλίων που παρουσιάζω. Και θα πρότεινα αυτό το σχετικό κριτήριο και γενικότερα αυτή τη μεθοδολογία (άσχετα δηλαδή αν δεχόμαστε το 40%, το 50% ή κάποιο άλλο ποσοστό έκπτωσης σαν καλή τιμή) για να δούμε για κάθε e-book αν είναι φτηνό ή ακριβό. Μέθοδος που επιτρέπει και συγκρίσεις μεταξύ εκδοτικών οίκων και φεύγει κάπως από τη συχνά ιμπρεσιονιστική απόφανση “είναι ακριβό, είναι φτηνό”. Το θέμα δηλαδή δεν είναι απλά η απόλυτη τιμή -που φυσικά έχει σημασία- αλλά η σύγκριση της τιμής του e-book με το τυπωμένο βιβλίο. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι και ότι απεμπλέκει, όσο είναι δυνατόν, τη συζήτηση από το πόσο θα έπρεπε να κάνει γενικώς το βιβλίο στην Ελλάδα, πόσο διαβάζουν οι Έλληνες κλπ.

Υπάρχουν αρκετοί εκδότες πάντως που κινούνται σε αυτήν περίπου τη λογική, του 40% με 50% έκπτωση σε σχέση με το τυπωμένο βιβλίο. Άλλοι εκδότες όμως πηγαίνουν πολύ κοντά στην τιμή του τυπωμένου βιβλίου  – κάτι που, πέρα από το ότι δε δικαιολογείται από τα κόστη, δεν είναι ελκυστικό και για τον αναγνώστη, που όχι μόνο δεν έχει κίνητρο να αλλάξει αναγνωστικές συνήθειες, αλλά καλείται να αγοράσει και μια συσκευή (ηλεκτρονικό αναγνώστη ή tablet PC) δίνοντας το λιγότερο 150 με 200 ευρώ. Υπάρχουν βέβαια και εκδότες που δίνουν τα e-books τους σε πολύ χαμηλή τιμή ή ακόμα και δωρεάν. Η επιλογή αυτή έχει μια λογική σήμερα, γιατί βασίζεται στην παραδοχή ότι η βασική έκδοση ενός βιβλίου είναι η τυπωμένη, αλλά προφανώς αυτό δε θα συμβαίνει πάντα. Πάντως, είναι ένας τρόπος για να προωθήσουν τα βιβλία τους, αλλά και γενικά το ηλεκτρονικό βιβλίο, δεν ανταποκρίνεται όμως στα κόστη παραγωγής ενός βιβλίου.

Αυτές είναι οι δικές μου εκτιμήσεις για τις τιμές των βιβλίων, τυπωμένων και ηλεκτρονικών, αν και θα  ήθελα να βρω πιο συγκεκριμένα, ποσοτικά στοιχεία για το πόση ακριβώς συμμετοχή έχει το κάθε στάδιο της παραγωγής ενός βιβλίου στην τελική του τιμή.