ΕΚΕΒΙ: Το 8% των Ελλήνων διάβασαν πάνω από 10 βιβλία το 2010, αλλά το 41% δε διάβασε κανένα
Σωκράτης Καμπουρόπουλος (ειδικός σύμβουλος ΕΚΕΒΙ), Κατρίν Βελισσάρη (διευθύντρια ΕΚΕΒΙ), Τάκης Θεοδωρόπουλος (πρόεδρος Δ.Σ. ΕΚΕΒΙ), Στράτος Φαναράς (διευθύνων σύμβουλος Metron Analysis) στη χτεσινή συνέντευξη τύπου.
Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) έδωσε χτες στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της Γ΄ Πανελλήνιας Έρευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιτεία δημοσκοπήσεων Metron Analysis από τον Νοέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 2010. Το ΕΚΕΒΙ χαρακτηρίζει ενθαρρυντικά για την ανάγνωση στη χώρα μας τα αποτελέσματα, καθώς εμφανίζεται αύξηση αυτών που διαβάσαν κατά τον τελευταίο χρόνο από 1 έως 9 βιβλία στο 34,2% σε σύγκριση με το 2004 και αντίστοιχη μείωση αυτών που δε διάβασαν κανένα βιβλίο στο 40,2%, ενώ εμφανίζεται ποσοστιαία σταθερός στο 8,1% ένας πυρήνας μέτριων έως συστηματικών αναγνωστών που διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία το χρόνο. Έτσι, στην Ελλάδα υπάρχει ένας πυρήνας 780.000 αναγνωστών που διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία το χρόνο (με αναγωγή του 15% των ερωτηθέντων στον πληθυσμό της Ελλάδας άνω των 15 ετών με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας). Το νούμερο αυτό φαίνεται εντυπωσιακό.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.500 ατόμων άνω των 15 ετών σε όλη τη χώρα, σταθμισμένο ως προς το φύλο, την ηλικία, την αστικότητα (κατανομή σε αστικές και αγροτικές περιοχές) που ελέγχθηκε εκ των υστέρων ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο, με προσωπικές συνεντεύξεις στα νοικοκυριά. Την ευθύνη για τη σύνταξή του ερωτηματολογίου είχε το ΕΚΕΒΙ.
Για την έρευνα ανάγνωση ενός βιβλίου δε θεωρείται αποκλειστικά η λογοτεχνία, αλλά και τα βιβλία ιστορίας, δοκιμίων, ψυχολογίας κλπ. Περιλαμβάνονται επίσης και τα επαγγελματικά και εκπαιδευτικά βιβλία, αρκεί να πρόκειται για προαιρετικό, μη-υποχρεωτικό διάβασμα, καθώς και τα βιβλία για πρακτικούς σκοπούς (οδηγούς μαγειρικής, εκλαϊκευμένα ιατρικά βιβλία, άλλους οδηγούς, κλπ.), ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική αντίστοιχων ερωτηματολογίων. Οι απαντήσεις που δίνουν οι ερωτώμενοι δεν μπορούν να επαληθευτούν, δηλαδή ο αριθμός των βιβλίων που αναφέρονται αφορά δήλωση των ερωτώμενων.
Από τα συμπεράσματα της έρευνας ξεχωρίζουν:
- Ο κυριότερος λόγος που ανέφεραν όσοι δεν διαβάζουν καθόλου γενικά βιβλία ήταν η έλλειψη χρόνου (39%), γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από το γεγονός της επιμήκυνσης του μέσου χρόνου εργασίας στον γενικό πληθυσμό, σε σύγκριση με προηγούμενες έρευνες (45,4ώρες την εβδομάδα, το 2010)
- Τα χρήματα που διαθέτουν οι αναγνώστες για αγορά βιβλίων περιορίζονται στα 11,6 ευρώ το μήνα για αγορά βιβλίων, κατά άτομο (19,9 ευρώ για τους συστηματικότερους αναγνώστες). Αντίθετα, φαίνεται να αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισμός βιβλίων από φίλους και συγγενείς και, κατά δεύτερο λόγο, από τις βιβλιοθήκες (19% των αναγνωστών απάντησαν ότι τις επισκέπτονται, έναντι 13% το 1999).
- Οι γυναίκες είναι αυτές που διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες, αφού το 9,4% των γυναικών δήλωσαν ότι διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο (έναντι 6,8% των ανδρών). Η κατεξοχήν υπεροχή τους αναδεικνύεται στο πεδίο των ασθενέστερων αναγνωστών; Το 40,2% των γυναικών δήλωσαν ότι διαβάζουν από 1-9 βιβλία το χρόνο, έναντι μόνο 28% των ανδρών.
- Οι κυριότερες ηλικιακές ομάδες που διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο είναι οι αναγνώστες 35-44 ετών (12,1% μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες) και 45-54 ετών (13,1% μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες).
- Οι δημοφιλέστερες κατηγορίες βιβλίων στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού παρέμειναν, κατά σειρά, η ελληνική (73%) και η ξένη λογοτεχνία (61%) – κατά 79% το μυθιστόρημα, και μετά τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη -, και ακολουθούν η ιστορία (29%), η ψυχολογία (22%) και τα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου (17%).
- Ο μέσος όρος των αναγνωσμένων βιβλίων μειώνεται (5,6 βιβλία, το 2010, έναντι 7 βιβλίων το 1999 – οι μισοί από όσους δήλωσαν ότι διαβάζουν βιβλία, διάβασαν έως 3 βιβλία, έναντι 4 το 1999). Όμως, λόγω της αύξησης των ποσοστών αλλά και του μεγέθους του πληθυσμού, ο μέσος αυτός όρος των 5,6 βιβλίων ανάγεται σε 24,6 εκ. αναγνωσμένα αντίτυπα το χρόνο, έναντι μόνο 15 εκ. το 1999.
Η έρευνα αυτή αποτελεί σημαντική πρωτοβουλία του ΕΚΕΒΙ και είναι το σημείο αναφοράς για τις αναγνωστικές συνήθειες στην Ελλάδα. Επιτυχία συνιστά επίσης ότι έχει μια συνέχεια στο χρόνο, με την πρώτη έρευνα να έγινε το 1999 και τη δεύτερη το 2004, επιτρέποντας σύγκριση των στοιχείων και καταγραφή αναγνωστικών τάσεων.
Ακολουθεί το δελτίο τύπου του ΕΚΕΒΙ με τα συμπεράσματα της έρευνας, ενώ εδώ μπορείτε να τη διαβάσετε ολόκληρη.
O πρόεδρος Δ.Σ. Τάκης Θεοδωρόπουλος και η διευθύντρια του ΕΚΕΒΙ Κατρίν Βελισσάρη προλόγισαν τα αποτελέσματα της Γ’ Πανελλήνιας Έρευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών 2010 σε συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 4/4/11, στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΕΚΕΒΙ. (Την παρουσίαση των αποτελεσμάτων έκαναν οι: Σωκράτης Καμπουρόπουλος, ειδικός σύμβουλος του ΕΚΕΒΙ και Στράτος Φαναράς, διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis ΑΕ).
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.500 ατόμων άνω των 15 ετών σε όλη τη χώρα, σταθμισμένο ως προς το φύλο, την ηλικία, την αστικότητα (κατανομή σε αστικές και αγροτικές περιοχές) που ελέγχθηκε εκ των υστέρων ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο, με προσωπικές συνεντεύξεις στα νοικοκυριά. Την ευθύνη για τη σύνταξή του ερωτηματολογίου είχε το ΕΚΕΒΙ.
-
Στην ερώτηση «Θα λέγατε ότι διαβάζετε περισσότερα ή λιγότερα βιβλία, σε σύγκριση με πριν από ένα χρόνο», οι μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες απάντησαν «περισσότερα» (ενώ οι ασθενείς αναγνώστες και ο μέσος όρος: «λιγότερα»).
-
Το βιβλίο φτάνει στην υψηλότερη θέση των βαθμού προτίμησης, μέσα σε μια δεκαετία, σε σύγκριση μετις εφημερίδες και τα περιοδικά. Η ανάγνωση εφημερίδων εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη θέση των προτιμήσεων, ισοβαθμώντας όμως, σχεδόν, με το βιβλίο (28% και 27%, αντίστοιχα), ενώ τα περιοδικά βρίσκονται στην τρίτη θέση (14%). Η δημοτικότητα των εφημερίδων και των περιοδικών, όμως, βαίνει διαρκώς μειούμενη ανάμεσα στις τρεις διαδοχικές έρευνες του ΕΚΕΒΙ, ενώ αυτή του βιβλίου, αντίθετα, αυξάνεται. Η δημοτικότητα της τηλεόρασης, επίσης, η οποία θεωρείται ότι τυπικά «ανταγωνίζεται» το βιβλίο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σημειώνει μικρή κάμψη (άνοδο μόνο μεταξύ των μη-αναγνωστών).
-
Η σχέση των αναγνωστών με τα βιβλιοπωλεία (με τα μικρά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία, αλλά και με τα μεγάλα βιβλιοπωλεία & αλυσίδες) παραμένει σταθερή όσον αφορά την ενημέρωσή τους και τη χρήση τους ως πηγές αγοράς των βιβλίων. Όσον αφορά την ενημέρωση των αναγνωστών, η ιδιωτικήενημέρωση από φίλους ή συγγενείς παραμένει το κυριότερο κανάλι ενημέρωσης, μειώνεται ο ρόλος των κριτικών και των διαφημίσεων στον Τύπο και ενισχύεται ο ρόλος του διαδικτύου (που παρουσιάζει σημαντικά μεγαλύτερη διείσδυση στα ελληνικά νοικοκυριά σε σύγκριση με το 2004).
-
Σύμφωνα με τη συγκριτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων της έρευνας, προκύπτει –για άλλη μια φορά- ένα προφίλ αναγνωστικού κοινού που η σχέση του με το βιβλίο δεν φαίνεται να καθορίζεται από τα δεδομένα μιας κοινωνικής και πολιτιστικής ελίτ που αντιλαμβάνεται το βιβλίο ως προνόμιο και την ανάγνωση ως στοιχείο διάκρισης (πρβλ. Pierre Bourdieu), αλλά από ένα ζωντανό, πολύμορφο, και βουλιμικό- «παμφάγο» (omnivorous) αναγνωστικό κοινό (πρβλ. Richard Α. Peterson, κ.α.), που κατά60% συνδυάζει την ανάγκη του για αναγνωστική απόλαυση με αυτές για γνώση και πληροφόρηση, καιταυτόχρονα, για ψυχαγωγία και «διαφυγή» (και μάλιστα, οι γυναίκες εμφανίζονται να ξεπερνούν τους άντρες σε στην ανάγνωση για γνώση και πληροφόρηση, ενώ, αντίθετα, οι άντρες τις γυναίκες στην ανάγνωση για ψυχαγωγία και διαφυγή). Πρόκειται, επομένως, για ένα αναγνωστικό κοινό που είναι σε θέση να συνδυάζει την πολυγλωσσία και τα ταξίδια στο εξωτερικό με την ισχυρή προτίμηση για την ελληνική μουσική, την ανάγνωση του Βήματος και της Καθημερινής με αυτή του ΠρώτουΘέματος όσον αφορά τις κυριακάτικες εφημερίδες, την αναφορά ονομάτων συγγραφέων της λεγόμενης ευπώλητης λογοτεχνίας (Coelho, Μαντά, Hislop), δίπλα στα ονόματα κλασικών ή σύγχρονων κλασικών συγγραφέων όπως οι Καζαντζάκης, Παπαδιαμάντης, Ντοστογιέφσκι, κ.ά., και την έντονη προτίμηση για το ιστορικό μυθιστόρημα & το μυθιστόρημα εποχής, ακόμα και για τους «μέτριους ως συστηματικούς αναγνώστες».
-
Η μετατόπιση των «καλύτερων ηλικιών» για το βιβλίο, όσον αφορά τους μέτριους ως συστηματικούςαναγνώστες, στις ηλικίες 35-54 ετών (έναντι του 25-44 ετών πριν από μια δεκαετία). Φαίνεται λοιπόν ότι αρχίζουν να χαρακτηρίζονται από μια «χαλαρότερη» σχέση με την ανάγνωση, όχι μόνο οι σχολικές (15-18 ετών) και πανεπιστημιακές ηλικίες (19-24 ετών), αλλά και οι αμέσως επόμενες (25-34 ετών). Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να συνδέεται αφενός με την παρακολούθηση ενός προγράμματος σπουδών που δεν ενθαρρύνει την ελεύθερη ανάγνωση, στο Λύκειο και το Πανεπιστήμιο, και αφετέρου με την εργασιακή αβεβαιότητα που επέρχεται αμέσως μετά, για τους νέους, στην ηλικία των 20 και ως τα μέσα της ηλικίας των 30.
-
Ο περιορισμός της αγοραστικής συμπεριφοράς του κοινού στα 11,6 ευρώ το μήνα για αγορά βιβλίων, κατά άτομο (19,9 ευρώ για τους συστηματικότερους αναγνώστες). Αντίθετα, φαίνεται να αυξάνεται οιδιωτικός δανεισμός βιβλίων από φίλους και συγγενείς και, κατά δεύτερο λόγο, από τις βιβλιοθήκες (19% των αναγνωστών απάντησαν ότι τις επισκέπτονται, έναντι 13% το 1999).
-
Η μείωση, γενικά, των ποσοστών του «καθόλου», σε ότι αφορά τις κυριότερες πολιτιστικές πρακτικές και πρακτικές του ελεύθερου χρόνου των ερωτώμενων (κινηματογράφος, θέατρο, εκθέσεις φωτογραφίας, συναυλίες, έξοδοι, ταξίδια,κλπ), με την αντίστοιχη αύξηση, όμως, του ποσοστού του «σπάνια» -και όχι υπέρ μιας ενεργότερης συμμετοχής στις δραστηριότητες αυτές. Ταυτόχρονα, μια σειρά από άλλες δραστηριότητες του λεγόμενου «υψηλού» πολιτιστικού προφίλ, παρουσιάζουν μείωση συμμετοχής (όπερα-κλασική μουσική, παρουσιάσεις βιβλίων, ιδιωτικές γκαλερί, αρχαιολογικοί χώροι). Φαίνεται, δηλαδή, ότι ακόμα και όταν η ευαισθησία του ελληνικού κοινού δείχνει να έχει αυξηθεί ως προς τις δραστηριότητες αυτές, αντικειμενικοί παράγοντες, ενδεχομένως (όπως λ.χ. οι οικονομικοί, λόγω της μείωσης του εισοδήματός του, ή η μείωση του ελεύθερου χρόνου του), δεν του επιτρέπουν την ουσιαστικότερη συμμετοχή σ’ αυτές. Τα ερωτήματα αυτά, ωστόσο, δεν εντάσσονται στους στόχους και δεν ήταν δυνατόν να απαντηθούν πλήρως στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας. Θα πρέπει να διερευνηθούν πληρέστερα, μέσω υποθέσεων εργασίας και αντίστοιχων ταξινομήσεων, στο πλαίσιο μιας κατάλληλης έρευνας χρήσης ελεύθερου χρόνου (Time Use Survey), από την ΕΛ.ΣΤΑΤ., στο πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών χωρών και της Eurostat.